καθεύρω — καθευρίσκω discover aor ind mid 2nd sg καθευρίσκω discover aor subj act 1st sg καθευρίσκω discover aor subj act 1st sg καθευρίσκω discover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεύρῃ — καθευρίσκω discover aor subj mid 2nd sg καθευρίσκω discover aor subj act 3rd sg καθευρίσκω discover aor subj mp 2nd sg καθευρίσκω discover aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθευρηκότα — καθευρίσκω discover perf part act neut nom/voc/acc pl (ionic) καθευρίσκω discover perf part act masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεῦρον — καθευρίσκω discover aor ind act 3rd pl καθευρίσκω discover aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθευρεθέντων — καθευρίσκω discover aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθευρέθη — καθευρίσκω discover aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεύροις — καθευρίσκω discover aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευρήσεται — καθευρίσκω discover fut ind mid 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθευρεθείσας — καθευρεθείσᾱς , καθευρίσκω discover aor part pass fem acc pl καθευρεθείσᾱς , καθευρίσκω discover aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek