καθευρίσκω

καθευρίσκω
καθευρίσκω (AM)
μσν.
μέσ. καθευρίσκομαι
παρευρίσκομαι
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.)
2. παθ. καθευρίσκομαι
καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὑρίσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθεύρω — καθευρίσκω discover aor ind mid 2nd sg καθευρίσκω discover aor subj act 1st sg καθευρίσκω discover aor subj act 1st sg καθευρίσκω discover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεύρῃ — καθευρίσκω discover aor subj mid 2nd sg καθευρίσκω discover aor subj act 3rd sg καθευρίσκω discover aor subj mp 2nd sg καθευρίσκω discover aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθευρηκότα — καθευρίσκω discover perf part act neut nom/voc/acc pl (ionic) καθευρίσκω discover perf part act masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεῦρον — καθευρίσκω discover aor ind act 3rd pl καθευρίσκω discover aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθευρεθέντων — καθευρίσκω discover aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθευρέθη — καθευρίσκω discover aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεύροις — καθευρίσκω discover aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευρήσεται — καθευρίσκω discover fut ind mid 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθευρεθείσας — καθευρεθείσᾱς , καθευρίσκω discover aor part pass fem acc pl καθευρεθείσᾱς , καθευρίσκω discover aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”